- ἐξόδοις
- ἔξοδος 1going outfem dat plἔξοδος 2promoting the passagemasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LEAENA — I. LEAENA Ambraciotis olim pro Numine fuit: quos eam velut libertatis suae vindicem honorâsse, testatur Aelian. idque hac occasione, quod, qui tyrannidem apud illos invaserat, leaenae catulis suis cinctae obviam factus, ab ea esset discerptus.… … Hofmann J. Lexicon universale
έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π … Dictionary of Greek
ευθαρσώ — εὐθαρσῶ, έω (Α) [ευθαρσής] έχω θάρρος, είμαι εύτολμος, θαρραλέος («καὶ πυλῶν ἐπ ἐξόδοις μίμνοντες εὐθαρσεῑτε», Αισχύλ,) … Dictionary of Greek
θυρώ — θυρῶ, όω (Α) [θύρα] 1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά 2. παθ. θυροῡμαι, όομαι α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.) β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.) γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα»… … Dictionary of Greek